Monthly Archives: Ιουνίου 2015

δε φοβόμαστε άλλο ρε μαλάκες

φοβήθηκα όταν το 2008 κατάλαβα ότι ακόμα μπάτσοι κι εξουσιαστές δολοφονούν εν ψυχρώ παιδιά. φοβήθηκα όταν βρεθήκαμε ένα μεσημέρι τότε μέσα στο πολυτεχνείο  και τα χνώτα μας μύριζαν χημικά. φοβήθηκα όταν οι δρόμοι έγιναν πεδίο μάχης γιατί κάπως έπρεπε να πνίξουν την οργή και την διαμαρτυρία. φοβήθηκα το νούμερο 204 που πήρα ένα πρωί του 2010 στον οαεδ στην πειραιώς με την ουρά να φτάνει μέχρι την ιερά οδό.  φοβήθηκα όταν έμεινα 11 μήνες άνεργη.  φοβήθηκα όταν κατάλαβα ότι πρέπει να βάλω πτυχίο και μεταπτυχιακό στον κώλο γιατί ούτε κονέ με το δημόσιο είχα ούτε γνωριμίες και δημοσιοσχετίστικα με τον ιδιωτικό τομέα. φοβήθηκα όταν προσπάθησαν να με πείσουν ότι εγώ ευθύνομαι για την ανεργία μου,  ότι δεν είμαι άξια να επιβιώσω στην ελεύθερη αγορά και οικονομία. φοβήθηκα όταν βάφτισαν πρόοδο και ανάπτυξη την εξαθλίωση κοινωνικών τάξεων. φοβήθηκα όταν οι μόνες δουλειές που πρόσφεραν ήταν σε εργοστάσια τηλεφωνικών πωλήσεων με ανύπαρκτους μισθούς και δικαιώματα. φοβήθηκα όταν πέρασα τυχαία από την σοφοκλέους στην διανομή συσσιτίου και είδα μεταξύ άλλων ανθρώπους σαν εμένα κι εσένα να περιμένουν για ένα πιάτο φαΐ. φοβήθηκα όταν στα παγκάκια της γειτονιάς μου είδα να κοιμούνται άστεγοι. φοβήθηκα ένα πρωί που πήγα στην τράπεζα το βλέμμα ενός ανθρώπου που σήκωνε 3ευρώ για να πάρει γάλα στα παιδιά του. φοβήθηκα όταν στο απέναντι σχολείο παιδιά πήγαιναν νηστικά και κακοντυμένα να μάθουν γράμματα. φοβήθηκα όταν ο γιος μου έδινε το φαγητό του στον παιδικό σταθμό στον αχμέτ γιατί δεν είχε σπίτι αρκετό και για τα τέσσερα αδέρφια του. φοβήθηκα όταν η δικαιοσύνη νομιμοποίησε το κόμμα των ναζί. φοβήθηκα όταν κόσμος τους ψήφισε και μπήκαν στην βουλή. φοβήθηκα όταν βρήκαν χώρο και δύναμη μέσα στην κοινωνία και μας τραμπούκισαν όπου κι αν μας βρήκαν. φοβήθηκα όταν ούτε δικαιοσύνη ούτε κράτος δεν έκαναν τίποτα να τους εμποδίσουν. φοβήθηκα όταν οι ναζί έβγαλαν μαχαίρια και δολοφόνησαν τους φίλους μας μέσα στην πλήρη ανοχή όλου του συστήματος. φοβήθηκα όταν έκοψαν τη σύνταξη του επί 20ετία τοξικομανή ανάπηρου πατέρα μου. φοβήθηκα όταν έπρεπε να κατηγορήσουμε κάποιους για την κρίση που βάθαινε και σ’ αυτούς που έπεσε ο κλήρος ήταν οι άνθρωποι με άλλο χρώμα,  θρησκεία κι εθνικότητα. φοβήθηκα όταν χωρίστηκαν οι άνθρωποι σε λαθραίους και νόμιμους (φτωχοί και πλούσιοι ήταν ανέκαθεν διαχωρισμός). φοβήθηκα όταν ποινικοποιήθηκε η ιδεολογία.  φοβήθηκα όταν οι ανασφάλιστοι ξέμειναν από φάρμακα. φοβήθηκα όταν οι καρκινοπαθείς στο τελευταίο στάδιο αποτελούσαν δευτερευούσης σημασίας ασθενείς. φοβήθηκα όταν η χούντα έγινε νόμιμη ακόμα και χωρίς τανκς. φοβήθηκα όταν η ευρώπη των λαών άρχισε να δολοφονεί οικονομικά χώρες με την στήριξη και των έσω κυβερνόντων για τον υπερπλουτισμό κάποιων. φοβήθηκα όταν μας στέρησαν το δικαίωμα στο όνειρο. φοβήθηκα όταν έγινε πολυτέλεια ένα βιβλίο παραπάνω ένα ταξίδι μια βόλτα. φοβήθηκα όταν η μιζέρια έγινε το σύμβολο της σύνεσης. φοβήθηκα όταν είδα ότι δεν έχω καμία επιλογή. φοβήθηκα τόσο που τί θέλετε πια άλλο να φοβηθώ; πάντα υπάρχει το υπάρχουν και χειρότερα γιατί υπάρχουν κάποιοι να το λένε και κάποιοι να το πράττουν.
δε φοβόμαστε άλλο ρε μαλάκες. όχι σε όλα μέχρι τέλους, μέχρι την ανάκτηση της χαμένης μας αξιοπρέπειας, κι ας είναι αυτό τελικά το μόνο που θ’ ανακτήσουμε.


διλήμματα

τελευταία έχω πολλά διλήμματα. 
να βομβαρδίσουμε το σύνταγμα με τα κορμιά μας ή να εκτοξεύσουμε rpg σώζοντας το τομάρι μας;
να επιστρέψουμε ατάραχοι στη βάση μας αγνοώντας την προδοσία ή να αγνοήσουμε το μονοδιάστατο προσωπικό μας σύμπαν; 
να αφήσω τις ορμόνες που με καταδυναστεύουν να με κυριεύσουν εξοργίζοντάς με ακόμα περισσότερο ή να πάρω γρήγορες και κοφτές ανάσες; 
να κάψω βιτρίνες με κομμάτια υφάσματος προς πώληση αξίας δυο μισθών ή να τσακίσω τα χέρια που τα αγγίζουν περήφανες;
να διαλύσω χαζοχαρούμενα baby shower ή να αρπάξω απ’ το μαλλί γλυκιές μανούλες δείχνοντάς τους τα παιδιά μεταναστών;
να κρύψω τη θλίψη απ’ τα μάτια του γιου μου ή να τον αφήσω σε ανοιχτή οπτική επαφή με την πραγματικότητα;
να νιώθω ένοχη για την όση ευτυχία βιώνω ή να νιώθω ένοχη που την κρατάω σφιχτά και δυσκολεύομαι να την μοιραστώ; 
να σταματήσω να θυμώνω με το λίγο των ανθρώπων ή να του γυρίζω την πλάτη; 
να απειθαρχώ στις αντιδράσεις του βασικού ενστίκτου ή να διαχειρίζομαι το θυμό με απάθεια και ελεγχόμενες σκέψεις;
να σου πω πως ακόμα γυρίζει στο μυαλό μου η ιδέα της απόλυτης φυγής ή να σου πω πως νιώθω τις ρίζες μου πιο γερές από ποτέ; 
να ψάξω να βρω την χαμένη μου ευαισθησία, ευγένεια, συγκαταβατικότητα ή να αφήσω να επιζήσουν όλες οι ανθρώπινες αδυναμίες; 
να γελάω με τους εχθρούς μου ή να τους πω πως έχω νικήσει γιατί δεν έχω διαμάχες καιρό, εξαιρώντας τις εσωτερικές; 
να σταματήσω να βλέπω τα ματ εκεί που κάποιοι νομίζουν πως δεν υπάρχουν πια ή να δεχτώ την πλέον εξελιγμένη μορφή καταστολής;
να με κατηγορώ που φοβάμαι ακόμα πείθοντάς με ότι μένουν κι άλλα να χαθούν ή να δικαιολογώ τους φόβους για το άγνωστο; 
να ντρέπομαι για την αριστερά που δημιούργησαν ή να πλήττω με τους αυτοπροσδιορισμούς στο όνομα της ιδεολογίας; 
να στερήσω την αυταπάτη της αλλαγής στις δομές αλληλεγγύης ή να βάλω τον μπακούνιν για ύπνο; 
να βαριέμαι τις εμμονές ή να τις συμπονώ;
να συναντήσουμε τ’ απωθημένα την πιο καυτή βραδιά ενός παραλόγου χειμώνα ή να κοιμίσουμε το καλοκαίρι αγκαλιά με τις επιθυμίες μας;
να πληρώσουμε με δραχμές κουπόνια για την συνέχιση του βασανιστικού καπιταλισμού ή ν’ εξαγοράσουμε οικονομικά μοντέλα χωρίς υποψία επιβίωσης; 
να παραμείνουμε αθεράπευτα ρομαντικοί ή θεραπευμένοι κυνικοί;
να ορίσουμε το σημείο μηδέν κι αυτό να μας δείξει το διεξοδικό χάος ή να μηδενίσουμε τις προοπτικές; 
πες μου όμως θες να σου πω αυτά που θες ν’ ακούσεις, αυτά που φοβάσαι ή αυτά που μπορείς;
μπορώ να ψιθυρίσω, να ουρλιάξω,  να σωπάσω απόλυτα ταυτόχρονα.
να έχω αίμα στα χέρια ή στα μάτια;
*μεταφερόμενα διλήμματα